«Βλέπαμε τη φωτιά πάνω στην κορυφογραμμή από το βράδυ της Δευτέρας, αλλά δεν θέλαμε να το πιστέψουμε. Ο άντρας και τα παιδιά μου προσπάθησαν να κοιμηθούν. Εγώ ξυπνούσα κάθε μία ώρα και κοιτούσα το βουνό, από το παράθυρο της κουζίνας. Τελικά έφτασε εδώ, 15 ώρες μετά». Η Βαρβάρα Παρασκευοπούλου, γραμματέας της «Ενωσης Ποντίων Μάνδρας», ακόμα δεν έχει συνειδητοποιήσει την καταστροφή.
Με την οικογένεια της μένει στη συνοικία Τσακάλι από το 1991. Ο οικισμός, ο οποίος απέχει δύο λεπτά από το κέντρο της Μάνδρας, είναι εκτός σχεδίου, αλλά σύμφωνα με την κ. Παρασκευοπούλου βρίσκεται σε διαδικασία ένταξης.
«Εδώ μένουμε κατά βάση Πόντιοι. Ζούμε στο Τσακάλι πάνω από 20 χρόνια. Τα οικόπεδα αγοράστηκαν τη δεκαετία του 1990 και ο κόσμος άρχισε σιγά- σιγά να χτίζει. Σήμερα σε αυτή τη γειτονιά μένουν 50 οικογένειες» λέει η κ. Παρασκευόπουλου. Καθώς περπατάμε μαζί της στο μαυρισμένο τοπίο, μάς δείχνει τα οκτώ σπίτια που κάηκαν και αρκετά άλλα που υπέστησαν σημαντικές ζημιές.
«Καλούσαμε νωρίς το πρωί της Τρίτης τους ανθρώπους της δημοτικής αρχής και δεν σήκωνε κανείς το τηλέφωνο. Μάζεψα μερικά πράγματα και τα έβαλα στο αυτοκίνητο. Στις 12.00 ανέβηκα με το αμάξι πάνω στο βουνό. Είδα τη φωτιά στα τέσσερα χιλιόμετρα. Τελικά, με δική μας πρωτοβουλία φύγαμε στις 14.30. Η πυρκαγιά μπήκε στον οικισμό στις 15.00 και μέχρι τις 18.00 είχε διασχίσει όλη την περιοχή».
Η ίδια σημειώνει πως ο οικισμός τους είναι ξεχασμένος από τη δημοτική αρχή, λες κι οι κάτοικοι είναι… φαντάσματα. «Νομιμοποιήσαμε και τακτοποιήσαμε τα σπίτια μας το 2014. Γιατί μας φέρονται σαν να είμαστε ποντίκια;» αναρωτιέται.
«Ολο το σπίτι είναι καπνισμένο»
«Δεν είδαμε καθόλου πυροσβέστες. Τρία αεροπλάνα πετούσαν από πάνω μας, αλλά δεν έριξαν νερό» θα μας πει ένας άλλος κάτοικος στις αρχές του δρόμου, όπου βρίσκονται σχεδόν όλα τα καμένα σπίτια. Ο ίδιος εγκατέλειψε την οικία του στις 16.00 όταν η φωτιά έφτασε στα 50 μέτρα από την αυλή. «Με έβγαλαν με το ζόρι οι αστυνομικοί. Κατέβρεχα με λάστιχα ως τότε».
«Το σπίτι μου είναι καπνισμένο. Ευτυχώς όχι καμένο. Μπες να δεις» μάς προτρέπει λίγα μέτρα πιο κάτω η Μαρίνα Θεοδοσιάδη, η οποία κάθεται με φίλους και συγγενείς στη βεράντα της. Ο ένας δίνει κουράγιο στον άλλο.
Το εσωτερικό του σπιτιού της κ. Θεοδοσιάδη, η οποία μένει σε αυτό τα τελευταία 17 χρόνια είναι πραγματικά απόκοσμο. Η φωτιά έχει «γλείψει» τοίχους και έπιπλα.
Απέναντι της, το σπίτι του αδερφού της καμένο κι αυτό, λίγο αφότου είχε ολοκληρωθεί.
Η κ. Θεοδοσιάδη μας δείχνει και το καμένο οικόπεδο δίπλα της. Οπως τονίζει, δεν φρόντισε ποτέ κανείς για τα πυκνά ξερόχορτα. Οσο για τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα των κατοίκων της γειτονιάς, αυτοί είναι πια… μαύροι σκελετοί που «κοιτάζουν» την καπνισμένη κορυφογραμμή.
Πιο κάτω συναντάμε τη Χριστίνα Αλεξανδρίδη, η οποία καταβρέχει με ένα λάστιχο ό,τι σιγοκαίει ακόμα στο οικόπεδο απέναντι της. Οι φλόγες έφτασαν στο πατρικό της, όμως το κέλυφος έχει παραμείνει σχεδόν άθιχτο.
Η κ. Αλεξανδρίδη δεν θέλει να μπαίνει μέσα στην αυλή, αλλά ούτε και στο σπίτι. «Φέραμε βυτίο ενός ιδιώτη από τον Ασπρόπυργο για να μας βοηθήσει. Πόσοι αστυνομικοί ήρθαν εδώ για να μας πουν τελευταία στιγμή να φύγουμε, έναν άνθρωπο από τον Δήμο ακόμα δεν έχουμε δει» λέει.