όπως καταγράφεται στις σελίδες του βιβλίου «Ασπρόπυργος ένα μουσικό σταυροδρόμι», του αείμνηστου Δημ. Καλλιέρη
[dropcap]Τ[/dropcap]ο Πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής στον Ασπρόπυργο ήταν το μεγαλύτερο της Αττικής. Διαρκούσε τρεις ημέρες 25, 26, 27 Ιουλίου. Δυο μήνες πριν άρχιζαν η αποταμίευση και οι προετοιμασίες. Οι γυναίκες έραβαν φορέματα, αγόραζαν καινούρια παπούτσια και ό,τι άλλο απαραίτητο, να τα φορέσουν στο πανηγύρι. Οι άνδρες έραβαν κοστούμια, αγόραζαν παπούτσια ―πολλοί τα έκαναν παραγγελιά― πουκάμισα, γραβάτες. Επιβάλετο να ήσαν καλοντυμένοι στο πανηγύρι και αψηφούσαν τη ζέστη το κατακαλόκαιρο. Αποταμίευαν χρήματα να έχουν για τα όργανα. Ήταν αδιανόητο αλλά και προσβλητικό να χορέψουν χωρίς λεφτά στα όργανα.
Η ενημέρωση για την κομπανία που θα είχε εξασφαλίσει κάθε μαγαζί είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους θαμώνες της αγοράς. Άρχιζαν οι συζητήσεις νωρίς, τουλάχιστον ένα μήνα πριν. Μάθαιναν όλες τις προσπάθειες για το κλείσιμο των συμφωνιών.
Το Πανηγύρι ήταν η μεγαλύτερη γιορτή για το χωριό. Γιόρταζαν όλοι, ήταν και η ετήσια γιορτή των γυναικών. Ήταν για τις γυναίκες η έξοδος τής χρονιάς. Αναβίωνε μια φορά το χρόνο το δικαίωμα της εξόδου στην αγορά, φυσικά πάντα ως μέλη τής οικογένειας. Ανήμερα ιδιαίτερα, καθώς και την τρίτη ημέρα, γινόταν αγώνας δρόμου για τραπέζι στα μαγαζιά που είχαν όργανα.
Η νυχτερινή διασκέδαση περιοριζόταν στο χώρο της αγοράς. Στον κεντρικό και στους γύρω δρόμους η κοσμοσυρροή ήταν τέτοια που όπως λένε σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν έπεφτε βελόνα κάτω. Δεν ήταν μόνο ο ντόπιος πληθυσμός. Ήταν κι από τα γύρω χωριά και την Αθήνα. Την κυκλοφορία τη δυσκόλευαν ακόμη περισσότερο οι νέοι με τις συνεχείς μετακινήσεις τους γιατί επιδίωκαν να έχουν αντίληψη όλης τής παρουσίας τού πλήθους, κυρίως όμως να δουν τα αγόρια τις νιές που ενδιαφέρονταν και να ανταλλάξουν ματιές από μακριά. Αλλά και οι συγγενείς των νέων, οι γυναίκες κυρίως, αν είχαν στο συγγενολόι αγόρι ή κορίτσι τής παντρειάς θα επεσήμαιναν ό,τι τους ταίριαζε για τα δικά τους παιδιά και τις επόμενες ημέρες θα ξεκινούσαν προξενιό.
Τη δεκαετία του ’30 τρία ήσαν τα μαγαζιά που στις κομπανίες τους είχαν πρώτα ονόματα: του Γιώρ-Κόλλια, γωνία Δημοκρατίας και Αθανασίου Τσίγκου, του Σπύρου Μπρέμπου, μεταξύ πλατείας Ωρολογίου και Αγίου Δημητρίου, του Μπάμπη Μαρνίκα, στη βορινή πλευρά της Πλατείας Ωρολογίου. Περιστασιακά έφερναν όργανα και άλλα μαγαζιά.
Ο Γιωρ-Κόλλιας άσκησε από τα νεανικά του χρόνια δεύτερο επάγγελμα ως μουσικός. Ήταν παρών ως οργανοπαίκτης, έπαιζε λαούτο, σε όλους σχεδόν τους γάμους που είχαν όργανα. Πολλοί τού ζητούσαν να οργανώσει το συγκρότημα για γάμο, οργανοπαίκτες και τραγουδιστές. Είχε γνωστούς όλους όσους σύχναζαν στο καφενείο των μουσικών «Μικρά Ασία» στην Αθήνα, Αθηνάς 33. Είχε άμεση επικοινωνία μαζί τους, με πάρα πολλούς είχε παίξει μαζί σε γάμους στο χωριό και είχε κάθε ευχέρεια να συγκροτήσει κομπανία της αρεσκείας του. Στο μαγαζί τού Σπύρου Μπρέμπου αρκετά χρόνια παρουσιάζονταν οι ίδιοι: Αραπάκης, Στελλάκης, Κάβουρας. Είχαν μαζί τους βιολιτζή κάποιον Μπάμπη, δε γνωρίζω περισσότερα. Πέμπτος στην παρέα ήταν ο Αναστάσιος Πέππας, κλαρίνο, από τον Ασπρόπυργο. Αυτός πρέπει να είχε διοργανώσει αυτή την πάγια κατάσταση. Ξεκίνησε περίπου το 1929 με 1930, ως οργανοπαίκτης. Ήταν ταλαντούχος. Σπάνια δε συμμετείχε σε γάμους στον Ασπρόπυργο. Είχε πολύ καλές σχέσεις με αρκετούς διακεκριμένους της δημοτικής και λαϊκής μουσικής. Ο Στελλάκης τού βάπτισε το δεύτερό του γιό.
Στο καφενείο τού Μπάμπη Μαρνίκα σύχναζαν νέοι. Εκεί ήταν και το στέκι τού «Ασπροπυργιακού» 1939-1940, της τρίτης από τις ποδοσφαιρικές ομάδες που είχε τότε ο Ασπρόπυργος. Ένας μεσότοιχος χώριζε το μαγαζί από την αυλή τού πατρικού μου σπιτιού. Ο Μπάμπης Μαρνίκας ήταν άνθρωπος τού ρίσκου. Έπαιρνε τολμηρές αποφάσεις. Είχε πάντα πολυμελή ορχήστρα και φημισμένους τραγουδιστές. Είναι ο μόνος που συνέχισε να φέρνει κομπανίες χωρίς διακοπή. Στην κατοχή και αρκετά χρόνια μετά τον πόλεμο όπως θα φανεί στη συνέχεια.
Οι ονομαστοί τραγουδιστές και οργανοπαίκτες που έρχονταν στο Πανηγύρι είχαν επιλέξει τον τρόπο για να δημιουργούν από την αρχή που ανέβαιναν στο πάλκο την κατάλληλη εορταστική ατμόσφαιρα. Ξεκινούσαν πρώτα τα όργανα με μία εύθυμη μελωδία. Ύστερα ακολουθούσαν εναλλάξ τραγούδια κλέφτικα, αμανέδες, σμυρναίικα μινόρε, τραγούδια της τάβλας. Οι θαμώνες έδιναν ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτό το ξεκίνημα γιατί οι τραγουδιστές κατέβαλλαν όλη τους τη δεξιοτεχνία για να επιβεβαιώσουν την αξία τους. Μετά ακολουθούσε χορός. Συνωστισμός για τη σειρά προτεραιότητας. Έσπευδαν να την εξασφαλίσουν αφού κάθε παρέα χόρευε με τη σειρά της κι όταν τελείωνε άρχιζε η επόμενη. Η προτεραιότητα ήταν σεβαστή και πολύ σπάνια μπορούσε να προκύψει αμφισβήτηση.
Όταν μια παρέα έπαιρνε σειρά για να χορέψει, πρώτα σχημάτιζαν κύκλο οι γυναίκες. Την κάθε μια έβαζε πρώτη στο χορό ανάλογα ο άνδρας, ο αδελφός, ο αρραβωνιάρης ή στενός συγγενής. Ύστερα χόρευαν μόνο οι άνδρες καλαματιανό, τσάμικο και ακολουθούσαν με χασάπικο, ζεϊμπέκικο ή αντίστροφα και έκλειναν με σέρβικο. Γιατί δεν ήταν μόνο τα τραγούδια της Ανατολής με τής Παλιάς Ελλάδας που σμίξανε. Έσμιξαν και οι χοροί! Στον καλαματιανό και στον τσάμικο προστέθηκαν ο χασάπικος, ο σέρβικος, ο ζεϊμπέκικος.
Οι καλοί χορευτές ήταν γνωστοί στη μικρή κοινωνία τού χωριού. Σχολίαζαν όποιους χόρευαν καλά. Μάθαιναν να χορεύουν. Είχα ακούσει ―αν δεν ήταν σκόπιμη διάδοση― για κάποιον τσοπάνο, που θέλοντας να βελτιωθεί στο χορό και μην έχοντας παρέα, ενώ έβοσκε τα πρόβατα, έδενε σε κλαρί δένδρου σχοινί, το κρατούσε με το ένα χέρι, τραγουδούσε και αυτοσχεδίαζε χορεύοντας.
Αλλά και οι γυναίκες μάθαιναν να χορεύουν. Θα τις έβλεπαν να χορεύουν καλεσμένες σε γάμο και στο πανηγύρι. Γι’ αυτό, πολλές φορές σε ώρες σχόλης, μαζεύονταν κοπέλες σε κάποιο φιλικό σπίτι και χόρευαν τραγουδώντας αν δεν υπήρχε γραμμόφωνο. Στη γειτονιά μου σ’ ένα σπίτι υπήρχε γραμμόφωνο. Πολλές φορές μαζεύονταν κορίτσια και χόρευαν. Θυμάμαι κάποια τραγούδια που άκουγα: «Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική, γιατί θα μαραζώσω και θα μείνω εκεί»… Άλλο: «Τι θα γίνω εγώ με σένα Παναγιώτη μου, μούχεις φάει τη ζωή μου και τη νιότη μου»…