Η δίωξη που ασκήθηκε για την υπόθεση αφορά το αδίκημα της απιστίας στην υπηρεσία σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου, το οποίο στρέφεται κατά των δύο κρατικών υπαλλήλων, καθώς και το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην απιστία που βαρύνει τους 57 επιχειρηματίες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξε η εισαγγελική λειτουργός, η βασική κατηγορούμενη στην υπόθεση, διευθύντρια του ΓΛΚ, με τη συνδρομή υπαλλήλου της υπηρεσίας, παρείχε στους 57 συγκατηγορουμένους της επιχειρηματίες, μέσα σε διάστημα 30 ημερών, εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου συνολικού ύψους 94.032.170 ευρώ σε αντιστοίχηση επισφαλών δανειοδοτήσεων από πιστωτικά ιδρύματα, με βάση ειδικό νόμο του 2006 που έδωσε στο Δημόσιο την δυνατότητα εγγυοδοσίας.
Ο νόμος, που αφορά εταιρείες με προβλήματα στην εξυπηρέτηση δανειακών υποχρεώσεών τους, προβλέπει πολύ αυστηρές προϋποθέσεις για το Δημόσιο με βασική, την εξέταση αυτού του είδους επιχειρηματικών αιτημάτων από ειδικό 11μελές συμβούλιο.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη δικογραφία, η κατηγορουμένη φέρεται να παρέκαμψε τη διαδικασία του ελέγχου από το αρμόδιο συμβούλιο, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις επιχειρηματιών ενέκρινε εγγύηση χωρίς καν να υπάρχει αίτηση του ενδιαφερόμενου. Από τις επίδικες εγγυήσεις ήδη έχουν καταπέσει οι 34 από αιτήματα πιστωτικών ιδρυμάτων για ποσά που φθάνουν τα 34.714.918 ευρώ. Για το λόγο αυτό το Δημόσιο έχει καταβάλει ήδη το ποσό των 1.201.429 ευρώ.
Για την υπόθεση θα διενεργηθεί κύρια ανάκριση από ανακριτή Διαφθοράς.